- εὔκλειστος
- εὔκλειστος, ον, ([etym.] κλείω)A well-shut, Eust. 1937.61, Hdn.Epim.178.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύκλειστος — εὔκλειστος, ον (ΑΜ) αυτός που κλείνει ή είναι κλεισμένος καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλειστός (< κλείω)] … Dictionary of Greek
εὔκλειστος — well shut masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔκλειστοι — εὔκλειστος well shut masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εϋκλήις — ἐϋκλήϊς, ῑδος, ἡ (Α) (επικ. τ. τού θηλ. εύκλειστος) η κλεισμένη καλά («θύρη... ἐϋκλήϊς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κληΐς, επικ. τ. τού κλεις «σύρτης, αμπάρα»] … Dictionary of Greek